- βικίο(ν)
- τό1) глиняный кувшинчик; 2) бочонок; 3) барабан (револьвера); 4) цилиндр (насоса)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ράντιστρο(ν) — το, Ν (λειτ.) λειτουργικό σκεύος, συνήθως με τη μορφή σφαιρικής φιάλης και με επίμηκες λεπτό στόμιο, για τον ραντισμό τών πιστών, τού ναού, εικόνων ή τού Επιταφίου, αλλ. βικίο(ν) και κανίο(ν). [ΕΤΥΜΟΛ. < ραντίζω + επίθημα τρον (πρβλ. άγκισ… … Dictionary of Greek
Αντζέλικο, Φρα (Μπεάτο Τζιοβάνι) — (Il Beato Fra Giovanni Angelico, Βίκιο ιν Μουτζέλο, Φλωρεντία 1400; – Ρώμη 1455). Ιταλός ζωγράφος. Ο Φρα Τζιοβάνι ντα Φιεζόλε, στον αιώνα του γνωστός ως ΓκουίντοΓκουιντολίνοντι Πιέτρο, επονομάστηκε Α. (δηλαδή αγγελικός) για την εξαιρετική χάρη… … Dictionary of Greek